-
1 απολεγω
[λέγω II]1) выбирать, отбирать(τὸ ἄριστον Her.; ἐκ πάντων Thuc.; ῥῆσιν τέν καλλίστην Arph.; med. τριήκοντα μυριάδας τοῦ στρατοῦ Her.)
ἀπολελεγμένος Her. и ἀπειλεγμένος Xen. — избранный, отборный2) отбирать, отнимать, тж. удалять(τοὺς τριβόλους Arph.)
3) отвергать, отклонять(τινά и τι Plut., περί τινος и ποιεῖν τι Polyb.)
4) med. отказываться, отступатьсяἀ. νίκην Plut. — оставить надежду на победу;
ἀπολεγόμενοι καὴ παρακεχωρικότες Plut. — прекратившие сопротивление;ἀ. βίον Plut. — покончить с собой
См. также в других словарях:
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… … Dictionary of Greek